- οπαλισμός
- ο(ορυκτ.-φυσ.) γαλακτώδης ιριδισμός που παρατηρείται σε πυκνά διαφανή μέσα ή κολλοειδή συστήματα όταν αυτά φωτίζονται από πολυχρωματική ακτινοβολία τού ορατού φάσματος, όπως είναι λ.χ. το ηλιακό φως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.